πρυμνησία

πρυμνησία
πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος
of a stern
fem nom/voc/acc dual
πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος
of a stern
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρυμνήσια — πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσι' — πρυμνήσια , πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl πρυμνήσιε , πρυμνήσιος of a stern masc voc sg πρυμνήσιαι , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσιος — α, ο / πρυμνήσιος, ία, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίος («κάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη… …   Dictionary of Greek

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Πρυμνησσός — ἡ, Α άλλη ονομασία τής πόλης Πρυμνησία …   Dictionary of Greek

  • εύορμος — εὔορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.) 2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος] …   Dictionary of Greek

  • πρυμνόσκοινο — το, Ν (ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) τα πρυμνόσκοινα τα πρυμνήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + σκοινί] …   Dictionary of Greek

  • πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”